μελανοδέρματος

μελανοδέρματος
μελᾰνο-δέρμᾰτος, ον,
A black-skinned, Id.HA517a14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελανοδέρματος — μελανοδέρματος, ον (Α) βλ. μελανόδερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανοδερμάτων — μελανοδέρματος black skinned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελανόδερμος — η, ο (Α μελανοδέρματος, ον) αυτός τού οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος+ δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος, παχύ δερμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”